- τερτιοκήριος
- τερτιοκήριος, ὁ, = Lat.A tertiocerius, Cod.Just.4.59.1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τερτιοκήριος — tertiocerius masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερτιοκήριος — ὁ, Μ (στο Βυζ.) εκκλησιαστικό αξίωμα αντίστοιχο με το αξίωμα τού πριμικηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tertiocerius < tertius «τρίτος» + cera «σφραγίδα»] … Dictionary of Greek